- άσαρκος
- (I)-η, -ο (AM ἄσαρκος, -ον)1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ»)αρχ.1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σαρκος < σαρξ].————————(II)ἄσαρκος, -ον (Α)ο σαρκώδης ή ο παχύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(αθροιστικό) + -σαρκος < σαρξ].
Dictionary of Greek. 2013.